- Ἰβηρικοῦ
- Ἰβηρικόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιβηρική χερσόνησος — Η πιο εκτεταμένη (582.860 τ. χλμ.) και η δυτικότερη από τις χερσονήσους της νότιας Ευρώπης, στο νοτιοδυτικό άκρο της ηπείρου. Διαιρείται πολιτικά στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Δημοκρατία της Ανδόρας και στο Γιβραλτάρ. Αποτελείται από ένα… … Dictionary of Greek
Καντάλσο, Χοσέ — (José Cadalso, Κάδιξ 1741 – Γιβραλτάρ 1782). Ισπανός δοκιμιογράφος και ποιητής. Αποτέλεσε μία από τις μορφές του ιβηρικού 18ου αι. Η πικρία με την οποία περιέγραψε τις πληγές της ισπανικής κοινωνίας καθώς και κάποιος τόνος οργής και απαισιοδοξίας … Dictionary of Greek
Κουέβα, Χουάν ντε λα- — (Juan de la Cueva, Σεβίλη 1543 – 1610). Ισπανός ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και μαθητής του περίφημου ουμανιστή Χουάν ντε Μαλ Λάρα. Μια αιφνίδια πτώχευση τον ανάγκασε να μεταναστεύσει… … Dictionary of Greek
Σεβίλλη — (Sevilla). Πόλη (669 976 κάτ.) της νότιας Ισπανίας, στην Ανδαλουσία επί της αριστερής όχθης του Γκουανταλκιβίρ, όπου ο μεγάλος αυτός ποταμός είναι ακόμα πλωτός για ωκεανοπόρα πλοία. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (14 036 τ. χλμ.), που… … Dictionary of Greek